- υδροχαρώδη
- τα, Νβοτ. βλ. υδροχαριτώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροχαριτώδη — και υδροχαρώδη, τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει την οικογένεια υδροχαριτίδες, φυτών υδρόβιων τών γλυκών και αλμυρών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrocharitales (< υδρ[ο] * + χάρις, ιτος)] … Dictionary of Greek